- κλεψίνυμφος
- κλεψίνυμφος, -ον (Α)κλεψίγαμος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό-νυμφος, νεό-νυμφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεψίνυμφον — κλεψίνυμφος masc/fem acc sg κλεψίνυμφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek